- εὐρυρέεθρος
- εὐρυ-ρέεθρος and εὐρυρέων; broadflowing, Il. 21.141 †, Il. 2.849. (Il.)
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ευρυρέεθρος — εὐρυρέεθρος, ον (Α) αυτός που έχει ευρύ ρείθρο, πλατιά κοίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + ρέεθρον «ρείθρον»] … Dictionary of Greek
εὐρυρέεθρος — with broad channel masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυρέεθρον — εὐρυρέεθρος with broad channel masc/fem acc sg εὐρυρέεθρος with broad channel neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευρυ- — (ΑΜ εὐρυ ) α συνθετικό λέξεων το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τις σημασίες: α) πλατύς, εκτεταμένος (πρβλ. εὐρυτενής, εὐρύτιμος) β) μεγάλος, πολύς (εὐρυγάστωρ, εὐρυδίνης, εὐρυμαθής) γ) βαθύς (εὐρυβέρεθρος) δ) ισχυρός (εὐρυσθενής). ΣΥΝΘ. (Α… … Dictionary of Greek